ἀνεξέλεγκτα

ἀνεξέλεγκτα
ἀνεξέλεγκτος
incapable of disproof
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αχάλινος — ἀχάλινος, ον (Α) [χαλινός] 1. ο χωρίς χαλινάρι, ο ανεξέλεγκτος α) «ἀχάλινα στόματα» β) «ἀχάλινα λέγειν» το να μιλάει κανείς άκριτα, ανεξέλεγκτα) 2. αδωροδόκητος, αδιάφθορος …   Dictionary of Greek

  • εξεμώ — (AM ἐξεμῶ, έω) αποβάλλω κάτι με εμετό, ξερνώ κάτι (για τη Χάρυβδι, «ὄφρ εξεμέσειεν ὀπίσσω ἱστόν καὶ τρόπιν αὖτις», Ομ. Οδ.) μσν. νεοελλ. εκστομίζω ανεξέλεγκτα και αποκρουστικά («εξήμεσε ύβρεις») μσν. αποβάλλω με βδελυγμία («ἐξήμεσας τὸν ἰὸν τῆς… …   Dictionary of Greek

  • ευρύστομος — η, ο (ΑΜ εὐρύστομος, ον) αυτός που έχει ευρύ στόμα, πλατύτερο από το συνηθισμένο νεοελλ. 1. (για αγγεία) αυτό που έχει ευρύ στόμιο 2. το αρσ. ως ουσ. ο ευρύστομος γένος κορακιόμορφων πτηνών τής οικογένειας coraciidae μσν. αρχ. αυτός που μιλάει… …   Dictionary of Greek

  • κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… …   Dictionary of Greek

  • άγρια ζωή — Το σύνολο των φυτικών και ζωικών ζωντανών οργανισμών των οποίων ο τρόπος ζωής (αναπαραγωγή, ανάπυξη) δεν έχει επηρεαστεί άμεσα από τον άνθρωπο και τις δραστηριότητές του. Οι οργανισμοί αυτοί είναι πιθανόν να ανήκουν σε φυσικά οικοσυστήματα ή να… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • διακριτική ευχέρεια — Η δυνατότητα ενός οργάνου, φορέα ή προσώπου να αποφασίζει και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια ενός ή περισσότερων νομικών κανόνων, με δική του κρίση ή εκτίμηση πραγματικών περιστατικών. Μπορεί να είναι περιορισμένη ή απόλυτη, οπότε ο παράγοντας της… …   Dictionary of Greek

  • κυτταρικός κύκλος — Η διαδοχή των γεγονότων που οδηγεί στην αναπαραγωγή ενός κυττάρου. Σε έναν τυπικό κ.κ. το μητρικό κύτταρο διπλασιάζει τον όγκο του και τον αριθμό των χρωμοσωμάτων του, στη συνέχεια διαμοιράζει το περιεχόμενό του στις δύο πλευρές του κυττάρου και… …   Dictionary of Greek

  • μακροοικονομική — Μελέτη των οικονομικών συστημάτων που προκύπτουν από τη λειτουργία των οικονομικών μονάδων. Η μελέτη των οικονομικών μονάδων αποτελεί αντικείμενο της μικροοικονομικής (βλ. λ.). Με άλλα λόγια, η μ. (ή μακροοικονομική ανάλυση), παραμερίζοντας τα… …   Dictionary of Greek

  • Μπρεντάνο, Κλέμενς — (Klemens Brentano, Ερενμπραϊτσάιν αμ Ράιν 1778 – Ασάφενμπουργκ 1842). Γερμανός ποιητής, από τους πιο προικισμένους του γερμανικού ρομαντισμού. Ο Ιταλός πατέρας του τον προόριζε για το εμπόριο, αλλά ο Μ. γρήγορα ακολούθησε πολύ διαφορετικούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”